Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ TONI SCHIFFER ΑΠΟ ΤΟΝ BARON VAN HUSTLER

Με τα πρώτα χιόνια τσακώσαμε τον γνωστό και μη εξαιρετέο Toni Schiffer μουσικό, σκηνοθέτη και ιδιοκτήτη της Crippled Dick Hot Wax records.
Στη δίωρη, περίπου, κουβέντα μας, μιλήσαμε για την εταιρία, τα προβλήματα της δισκογραφίας, τη μουσική σκηνή του Βερολίνου και το project Blackelit.
«H Crippled Dick Hot Wax ιδρύθηκε το 1994 από τους Η. Oilers, μια noise rock μπάντα στον Μέλανα Δρυμό, όπου μεγάλωσα. Ανοίξαμε την εταιρία για να κυκλοφορούμε τους δίσκους των H. Oilers και των Side Projects μας. Ψάχναμε για κάποιο αστείο όνομα, κάτι anti-macho. Σκέφτηκα το Crippled Dick!
Υπήρξαν κι άλλες μπάντες που έδειξαν ενδιαφέρον κι έτσι το label έγινε αληθινή επιχείρηση.
Η επιτυχία ήρθε αργότερα, με την κυκλοφορία συλλογών soundtracks ιταλικών θρίλερ και b-movies των δεκαετιών του ’60 και’70. Με καλή διανομή σε Αμερική και Ιαπωνία, καταφέραμε να πουλάμε 100.000 δίσκους ετησίως μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90. Στα πάρτι μας, είχαμε τακτικό θαμώνα το MTV!
To ‘99 μετακόμισα στο Βερολίνο, αλλά κατάλαβα πως η αγορά είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει. Το ένιωσα το 2001, ειδικά μετά την 11τη Σεπτεμβρίου.
Το 2003 άνοιξα μια εταιρία DVD, συνεχίζοντας να κυκλοφορώ δίσκους, περιορισμένους, όμως, στις προσωπικές μου προτιμήσεις. Συνεργάστηκα με τους: Mark Stewart, Lydia Lunch, Earthlings!, Anubian Lights…»
Τα τελευταία χρόνια η δισκογραφία φθίνει και ο Toni, αν και δηλώνει οπτιμιστής, μας έβγαλε μια σχετική πίκρα σε σχέση με το παράνομο downloading, δηλώνοντας οπαδός, όμως, του youtube.com, lastfm.com και του Spotify.
«Εδώ και 5 χρόνια έχουμε πολλά προβλήματα. Το CD δεν είναι κάτι που έχει αξία πια, ξεκινώντας από τις ακατάσχετες προσφορές του από περιοδικά και εφημερίδες. Έχω κι εγώ μερικές εκατοντάδες από διανομείς. Ακόμα δεν έχω κάνει τον κόπο να τα ακούσω. Ο κόσμος γυρνάει στους δίσκους βινυλίου, τους εκτιμάει, είναι κάτι με αξία και ποιότητα, αλλά τα δισκάδικα κλείνουν κατά δεκάδες. Στην πόλη που μεγάλωσα δεν υπάρχει ούτε ένα δισκάδικο πλέον. Η ρομαντική εποχή που ο δισκάς σε φώναζε με το μικρό σου και έλεγε «Toni, άκου αυτό, είναι ο νέος δίσκος του Aphex Twin, θα τον λατρέψεις!» έχει πλέον περάσει. Έχει τύχει, δημοσιογράφοι, στους οποίους έστειλα promo, να τα ανεβάσουν για παράνομο download, πριν καν την επίσημη κυκλοφορία του δίσκου. Έγινε, για παράδειγμα, με το Edit του Mark Stewart. Λατρεύω τη μουσική, αλλά τελευταία δεν κυκλοφορώ πάνω από 1-2 παραγωγές το χρόνο. Επενδύω πολλή δουλεία σε εκδόσεις καλλιτεχνικού περιεχομένου, που πέρα από μουσική, περιλαμβάνουν και βιβλία. Πρόκειται για προϊόντα υψηλής ποιότητας, για περιορισμένο κοινό, αριθμημένα στο χέρι. Ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν κέρδη πια. Για να καταλάβεις, τα έσοδα μας είναι 5 Ευρώ ανά CD. Αν αφαιρέσεις τα κόστη των πνευματικών δικαιωμάτων, κοπής και εκτύπωσης, γραφιστικά, και το ποσοστό των μουσικών, είμαστε τυχεροί αν έχουμε 1 Ευρώ κέρδους, χωρίς να υπολογίσουμε το ενδεχόμενο της επιστροφής, που κοστίζει άλλα 20 λεπτά το κομμάτι».
Μας ομολόγησε πως θα ήθελε, η μουσική βιομηχανία να σταματήσει πλήρως τη λειτουργία της.
Μιλώντας για τη μουσική σκηνή του Βερολίνου και τη δισκογραφία των τελευταίων ετών, έμεινα έκπληκτος, ανακαλύπτοντας πως τα προβλήματα είναι παντού τα ίδια και θυμήθηκα την κρίση νέων πληροφοριών στην Ελλάδα στα τέλη του ’90.
«Αρχές του 2000, δημιουργήθηκε μια νέα σκηνή ηλεκτρονικής μουσικής. Τα labels προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το γεγονός. Η εταιρία που κυκλοφορούσε Peaches, Gonzales, έκανε βιαστικές και απρόσεκτες κυκλοφορίες, η Peaches πήγε σε μεγαλύτερο label και σε τρία χρόνια χρεοκόπησε.
Η Γερμανία έχει μεγάλη παράδοση στην ηλεκτρονική μουσική. Οι Cluster, οι Neu, είναι γίγαντες...
Στη μουσική σκηνή της όμως απαντώνται και αυτά τα live, με δύο ανθρώπους στη σκηνή, μόνο με laptop. Όταν βλέπω μια ζωντανή εμφάνιση, θέλω να ψυχαγωγηθώ, δε με ενδιαφέρει να παρακολουθήσω μια επανεκτέλεση υλικού που ηχογραφήθηκε σε κάποιο σαλόνι. Ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει επαφή με το κοινό. Το ’02 είχα ήδη βαρεθεί και πήγα να παρακολουθήσω ένα κονσέρτο Gustav Mahler. Τότε θυμήθηκα ποιο είναι το συναίσθημα που νιώθεις όταν ακούς καλή μουσική! Δεν βγαίνω έξω, την τελευταία φορά περίμενα ώρες για να ακούσω ένα ωραίο κομμάτι! Έτσι άρχισα να σκαλίζω μουσικές από άλλους καιρούς, avant-garde, jazz, κλασική.
Κάποτε γινόταν ένα φεστιβάλ, όπου τα labels είχαν τον δικό τους χώρο, για να προωθήσουν τη δουλειά τους με συναυλίες και παρουσιάσεις. Δε μας ρώτησαν ποτέ αν έχουμε κάποιον καλλιτέχνη διαθέσιμο. Η διοργάνωση είχε τους δικούς της φίλους. Ήρθε ο καιρός που ξαναπήρα πρόσκληση για το φεστιβάλ και διερωτήθηκα αν θα συμμετείχαν και άλλα labels. Τι είχα να προτείνω; Έναν καταπληκτικό συνθέτη, που έχει γράψει μουσική για δεκάδες ταινίες, έχει δουλέψει με τον Ennio Morricone για το The Good The Bad and The Ugly και λάνσαρε το διάσημο σφύριγμα των spaghetti western στο «Μια γροθιά δολάρια» και άλλες ταινίες του Sergio Leone. Τον Alessandro Alessandoni! H απάντηση που δέχτηκα συμπυκνωνόταν σε μια φράση: «Το budget είναι μικρό» και έτσι πλήρωσα από την τσέπη μου την πτήση του. Το πιο αστείο ήταν πως στο club που φιλοξένησε τις συναυλίες είχαμε το μικρότερο δωμάτιο, το οποίο ξεχείλιζε από κόσμο που ήρθε για να παρακολουθήσει τον 80χρονο συνθέτη, να παίζει με μια κιθάρα και να σφυρίζει τις πιο διάσημες μελωδίες, που όλοι αναγνώριζαν. Υπήρχαν δεκάλεπτα κενά ανάμεσα στα κομμάτια από το ασταμάτητο χειροκρότημα.
Το TIP Magazine έγραψε: «Όλο το φεστιβάλ ήταν μάλλον βαρετό, εκτός από τον κ. Alessandoni, του οποίου το όνομα ήταν λανθασμένα γραμμένο στις αφίσες».
Αυτός είναι ο σεβασμός στα labels, τους καλλιτέχνες και τη μουσική. Δεν υπάρχει μουσική σκηνή, ούτε στο Βερολίνο, ούτε πουθενά. Μόνον κύκλοι, μαφίες, κλίκες. Έτσι νιώθω για τους μεγαλοκαρχαρίες της μουσικής βιομηχανίας. Τουλάχιστον εδώ υπάρχει αντίδραση. Υπάρχουν πολλοί που δημιουργούν τα δικά τους ρεύματα, τις δικές τους σκηνές. Η City Slang του Christof Ellinghaus! Αν και δεν ανήκω στη σκηνή αυτή, έχω μεγάλο σεβασμό για αυτά που έχει δημιουργήσει.
Δεν υπάρχει τίποτα αυθεντικό ή πρωτότυπο πια . Ο κόσμος στράφηκε αλλού. Ανακάλυψε το Drum’n’bass, τη New Jazz και τελευταία το Dubstep. 
Ως εταιρία συμμετείχαμε σε παράξενες και αστείες, μάλλον, κυκλοφορίες, όπως μια από τις πρώτες ηχογραφήσεις των CAN, για μια ερωτική ταινία με όνομα Kamasutra το 1968. Δεν επηρεαστήκαμε από πουθενά και πάντα κρύβαμε εκπλήξεις. Δε μείναμε σε μια σκηνή. Ό,τι κάνω και ως ακροατής. Στη δισκοθήκη μου θα βρεις rock, jazz, electronic, dub, hard rock, speed metal, Slayer, Melvins, György Ligeti John Cale, Scott Walker.
Σπουδαία κυκλοφορία μας ήταν οι Earthlings! Mια μπάντα των Dessert Sessions, με τον Josh Homme (QOTSA) και τον Dave Catching. Πρέπει επίσης να αναφέρω τους Anubian Lights  επηρεασμένους από εξωτική μουσική μέχρι space rock - ο Tommy Grenas έπαιζε με τους Hawkwind.
Είχα μεγάλο πρόβλημα στο να βάλω ταμπέλες στις κυκλοφορίες μου. Η διαδικασία ανεύρεσης, καταχώρησης και κυκλοφορίας ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Πολλές φορές νιώθω διευθυντής μουσείου ήχων»
Κάπου εκεί πήραμε μια βαθιά ανάσα και λίγο τσάι. Ξεκινήσαμε να μιλάμε για το project που τρέχει με τον επί ετών συνεργάτη του, Daniel Paul Behnemann, τους Blackelit.
Ένα υλικό με μια σχετικά ροκ παράδοση, αλλά βάση την πειραματική ηλεκτρονική μουσική. Οι ήχοι, πολλές φορές κινηματογραφικοί, πλάθονται μέσα από ποικίλα μουσικά όργανα, είτε φυσικά, είτε ηλεκτρικά, και πολλές φορές ηλεκτρονικά.
«Έχουμε προσθέσει από τσέλο μέχρι έντονα παραμορφωμένο μπάσο, χρησιμοποιήσαμε το χτύπημα πάνω σε ένα τραμπολίνο αντί για snare και μπάλες στον διάδρομο του στούντιο αντί για μπότα»
Η μουσική των Blackelit δεν είναι κάτι που θα ταίριαζε σε κάποιο dance floor, ούτε κάτι που μπορείς να χορέψεις, διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη ηλεκτρονική μουσική έχω ακούσει, αν και ο Daniel Paul ήταν, μέχρι τώρα γνωστός στους κύκλους τις House και minimal μουσικής, είδη συνήθως βαρετά, με ημερομηνία λήξης στις 4 εβδομάδες.
Οι Blackelit όμως, μπορούν να παρουσιάσουν τη δουλειά τους ακόμα και σε συναυλία.
Ψάχναμε τραγουδιστή για καιρό, συνεργαστήκαμε με τον Mark Stewart, κάτι που δεν ήταν εύκολο, αλλά συνειδητοποιήσαμε πως χρειαζόμαστε κάποιον από τελείως διαφορετικό είδος μουσικής. Φτιάχνουμε μουσική με τον ίδιο τρόπο που γινόταν τη δεκαετία του ’70, άσχετα αν έχει άλλο ήχο. Είναι κάτι που μπορείς να ακούσεις ξανά και ξανά, έχει φτιαχτεί με αγάπη. Όσο διαφορετικό κι αν είναι το μουσικό background μας με τον Daniel Paul, καταφέραμε να δώσουμε όλοι τους καλύτερους μας εαυτούς. Δε θα με ενδιέφερε να κάνω ένα δίσκο με hip hop χαρακτήρα, μη με παρεξηγείς, λατρεύω το hip hop, και ακόμα περισσότερο τις πρώτες rap παραγωγές, όπως και όλες τις μαύρες μουσικές, για τις οποίες έχω μεγάλο σεβασμό. Αλλά δεν είμαι μαύρος. Είναι μάταιο να προσπαθήσω να αναπαράγω κάτι που κάποιος άλλος κάνει καλύτερα. Ο καθένας έχει τα ταλέντα του.»
Περιφερόμενοι στις σκέψεις τους, ψάχνοντας για τραγουδιστή, επικοινώνησαν με τον Κarl Blake, παλιό γνώριμο του Toni. Η ομάδα μοιάζει να ολοκληρώνεται! Ο Toni είπε:
«Έπαιξα κομμάτια του Κarl στον Daniel Paul, φάνηκε να ενθουσιάζεται, έτσι στείλαμε το υλικό των Blackelit στον Κarl, ο οποίος σε μικρό χρονικό διάστημα απάντησε θετικά με ρεαλιστικές ιδέες ή προτάσεις που είχαμε ήδη συζητήσει μεταξύ μας χωρίς ο Κarl να το γνωρίζει. Ήξερα πως βρήκαμε έναν άνθρωπο με τον οποίο μιλάμε την ίδια μουσική γλώσσα. Ένας καταπληκτικός άνθρωπος, ταλαντούχος, με πολλές φωνητικές κατευθύνσεις και γνώσεις όποιου μουσικού οργάνου μπορείς να φανταστείς. Χαίρομαι που είναι στην παρέα μας.»
Με αυτή τη φράση έκλεισε η κουβέντα μας με ενθουσιασμό για την είσοδο του Λονδρέζου τραγουδοποιού στους Βερολινέζους Blackelit.
Την καληνύχτα την είπαμε μετά από μια σύντομη ξενάγηση στο υπέροχο οίκημα 110 ετών, όπου ο Toni Schiffer μένει με την οικογένεια του και στεγάζει τα γραφεία της Crippled Dick Hot Wax 
Από το Βερολίνο με αγάπη,
Ανάστης Λαζαρίδης.

Ο Ανάστης Λαζαρίδης μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βερολίνου και είναι και ο ίδιος μουσικός και συνθέτης, γνωστός ως Baron Anastis van Hustler (Vintage&Used, The Hydes, Φίστρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου